ὀπισθοσφενδόνη

ὀπισθοσφενδόνη
ὀπισθοσφενδόνη
the back part of a ring
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οπισθοσφενδόνη — ὀπισθοσφενδόνη, ἡ (Α) το πίσω μέρος σφενδόνης, δηλ. δακτυλιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + σφενδόνη] …   Dictionary of Greek

  • ὀπισθοσφενδόνην — ὀπισθοσφενδόνη the back part of a ring fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδας — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Χαράκτης νομισμάτων των Συρακουσών. Εργάστηκε γύρω στο 420 π.Χ., υπό την επιρροή του Φειδία. Εκτός από τον τύπο της γυναικείας κεφαλής με τα μαλλιά μαζεμένα σε δίχτυ (οπισθοσφενδόνη) και το σκουλαρίκι, δημιούργησε έναν νέο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”